- ἁλίπληκτος
- ἁλί-πληκτος, [dialect] Dor. [suff] ἁλί-πλακτος, ον,A sea-beaten, of islands, Pi.P.4.14, v.l. in S. Aj.597 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίπληκτος — ἁλίπληκτος, ον, δωρικό ἁλίπλακτος (Α) (κυρίως για νησιά) αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληκτος < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
ἁλιπλῆγος — ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιπλήξ — ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
αλιπλήξ — ἁλιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο ἁλίπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πληξ < πλήσσω «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
ἁλιπλάκτου — ἁλιπλά̱κτου , ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίπλακτος — ἁλίπλᾱκτος , ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)